του Γιώργου Νικολαΐδη
Κακά τα ψέματα: είμαστε μια χώρα όπου η διάσταση
ονομαστικού-πραγματικού είναι πολύ διαδεδομένη. Ο χώρος της υγείας δεν αποτελεί
εξαίρεση. Έτσι, τη δεκαετία του 1980 αποκτήσαμε Εθνικό Σύστημα Υγείας
(αναντίρρητα μια σημαντική πρόοδος για την εξυπηρέτηση των υγειονομικών αναγκών
των λαϊκών στρωμάτων), όπως στη Βρετανία και τη Σκανδιναβία (τύπου Beveridge,
όπως ονομάζονται). Απουσίαζαν όμως η πρωτοβάθμια φροντίδα και ο
οικογενειακός γιατρός -- οι πυλώνες τέτοιων συστημάτων.
Και πλήρωνες την «αποκλειστική» για τον άνθρωπό σου.
Πλήρωνες φακελάκι -- και μάλιστα, «τεχνοκρατικές» μελέτες υποστήριζαν πως ήταν
κοινωνικά χρήσιμο γιατί, μέσω ενός άτυπου ανταγωνισμού, συγκρατούσε τις τιμές
του ιδιωτικού τομέα. Δηλαδή, επειδή έκανες το χειρουργείο με μια πεντακοσάρα
μαύρα στον γιατρό του ΕΣΥ, ο Αποστολόπουλος δεν ανέβαζε άλλο τα ήδη υπέρογκα
νοσήλιά του!
Γιατί και ο ιδιωτικός τομέας υγείας ήταν επίσης
«γιαλαντζί» ιδιωτικός. Ανταγωνιστικός δεν
υπήρξε: και στη νοσοκομειακή περίθαλψη και στη διάγνωση και στο φάρμακο, η «αγορά»,
μικρή έτσι κι αλλιώς, ελέγχεται από μια δράκα ανθρώπους που συστηματικά
συμφωνούν, καθορίζοντας τιμές υπερπολλαπλάσιες του «εύλογου». Ιδιωτικός δεν
υπήρξε επίσης: τα έσοδα των εγχώριων φαρμακοβιομηχάνων, εισαγωγέων,
κλινικαρχών και ιδιοκτητών αλυσίδων διαγνωστικών κέντρων προήλθαν κατεξοχήν από
τον κρατικό και ασφαλιστικό κορβανά, με προνομιακές συμφωνίες με τις πολιτικές
ηγεσίες -- και όχι από μια «ελεύθερη αγορά». Ας μη συζητήσουμε για τις
ανύπαρκτες «επενδύσεις»…
Αλλά και η Πρωτοβάθμια Περίθαλψη, το μέρος του συστήματος
που εξυπηρετείται από τις δομές των ασφαλιστικών ταμείων και τους
συμβεβλημένους γιατρούς (τύπου Bismarck, όπως ονομάζεται), πόρρω απείχε από
αυτό που διατεινόταν. Όλοι ξέρουμε πως στα ιατρεία του ΙΚΑ, αλλά και άλλων
ταμείων, ο κοσμάκης λάμβανε σε μεγάλο ποσοστό υποκατάστατο περίθαλψης, ενώ αν
ήθελε κάτι περισσότερο έπαιρνε μια καρτούλα για να επισκεφθεί τον ίδιο γιατρό
στο ιδιωτικό του ιατρείο. Ακόμα και συμβεβλημένοι γιατροί ή κέντρα ζητούσαν
συστηματικά «πανωπροίκι», για να κάνουν εκείνο για το οποίο πληρώνονταν από τα
ταμεία.
Το κράτος πρωτοστατούσε σ' αυτό το γαϊτανάκι κλεψιάς,
εκβιασμού και υποκρισίας: πλήρωνε μισθούς της πλάκας κλείνοντας το ματάκι σε
όποιον ήταν «καπάτσος» να «τα βγάλει αλλιώς», καθυστερούσε πληρωμές, εφάρμοζε
παγίως υποτιμημένη τιμολογιακή πολιτική, υπολογίζοντας πως τα υπόλοιπα θα τα
πληρώσει ο κόσμος από την τσέπη του εν παρανομία, μοίραζε διορισμούς και
συμβάσεις με κριτήρια κομματικά ή αμιγώς οικονομικά «κάτω από το τραπέζι». Στο
πλαίσιο της γενικευμένης μετωνυμίας του δημόσιου λόγου, πολιτική για την υγεία
σήμαινε πολιτική ιατρικής τεχνολογίας και νοσοκομειακής περίθαλψης, που
διαμορφωνόταν όχι από το δικαίωμα του λαού στην υγεία αλλά από τα ποικίλα
--είτε γραφειοκρατικά είτε επιχειρηματικά-- ενδιαφέροντα των συμμετεχόντων στο
σύστημα παροχής υπηρεσιών περίθαλψης.
Το επίσημο συνδικαλιστικό κίνημα αναπαρήγαγε συχνά την υποκριτική
διάσταση ανάμεσα σε εκείνο που λέγεται και εκείνο που είναι πραγματικά. Έτσι, το σύνθημα «Κάτω τα χέρια από το ΕΣΥ»
έφτασε να σημαίνει όχι την υπεράσπιση της δημόσιας υγείας, αλλά να αφεθεί
ανενόχλητη η νομενκλατούρα των πασοκοαναθρεμμένων μεγαλογιατρών του ΕΣΥ να «τα
παίρνει» εκτός ανταγωνισμού. Η συστηματική άρνηση των (ελεγχόμενων παραδοσιακά
από τη ΝΔ) συλλόγων των γιατρών του ΙΚΑ να γίνουν πλήρους και αποκλειστικής
απασχόλησης ενδυόταν με φληναφήματα περί ελευθερίας επιλογής γιατρού, κλινικού έργου
κ.λπ. Η επίκληση των ατασθαλιών των μεγάλων ιδιωτικών κλινικών κατέληγε να
νομιμοποιεί τις αντίστοιχες του μικρού συμβεβλημένου ιδιώτη.
Όταν ήρθαν τα Μνημόνια, σε αντίθεση με τη ρητορική κάποιων
νεοφιλελεύθερων φωστήρων, η διάσταση ονομαστικού-πραγματικού γιγαντώθηκε. Έτσι,
παρότι –δεδομένης της κρίσης και της νεοφιλελεύθερης διαχείρισής της–
αναμενόταν αύξηση της νοσηρότητας και της θνησιμότητας (πρόβλεψη που
επιβεβαιώθηκε τραγικά), καθώς και μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών
για αγορά
υπηρεσιών περίθαλψης, οι κυβερνήσεις άρχισαν να κατεδαφίζουν την ήδη
προβληματική δημόσια περίθαλψη. Κι ακόμα, ενώ τα συστήματα «τύπου Μπέβεριτζ»
είναι φτηνότερα από εκείνα «τύπου Μπίσμαρκ», οι επαΐοντες του ΔΝΤ έστρεψαν το
ελληνικό σύστημα προς τη δεύτερη κατεύθυνση, παρά τη διακηρυγμένη έλλειψη
πόρων. Φυσικά, από πίσω βρισκόταν η αδημονία ιδιωτικών ομίλων, με τη συμμετοχή
γερμανικών και άλλων ευρωπαϊκών αλυσίδων στη μετοχική σύνθεση των μεγάλων
«εθνικών επιχειρηματιών». Κι ενώ δεν υπήρχε σάλιο για υπηρεσίες περίθαλψης,
θέριεψαν οι outsourcing αναθέσεις σε διαχειριστικές εταιρείες, auditors,
εταιρείες πληροφορικής, διοίκησης, μελετών κ.ο.κ.
Πανομοιότυπα με σειρά άλλων χωρών που προσέφυγαν στο ΔΝΤ,
η ενοποίηση των κλάδων υγείας των ταμείων, παρά τη ρητορική περί ενοποίησης ή
και επέκτασης των ασφαλιστικών καλύψεων, οδήγησε το σύστημα σε μια ανομολόγητη χρεοκοπία. Ο ΕΟΠΥΥ έχει ήδη
χρεοκοπήσει, αλλά τυπικά κάνει rebate, claw-back κ.ο.κ.: ευφάνταστα ονόματα
μιας μη ομολογούμενης στάσης πληρωμών, που μάλιστα στην περίπτωση των ιδιωτών
κλινικαρχών είναι μικρότερη (αφού απείλησαν με λοκάουτ), ενώ στο ΕΣΥ πλήρης,
συμβάλλοντας σε μια πλασματική εικόνα «προβληματικής» λειτουργίας των
νοσοκομείων (με «πρόθυμους» τεχνοκράτες να προτείνουν την περαιτέρω
ιδιωτικοποίησή τους). Η εισαγωγή των γενόσημων, σε συνδυασμό με τη
συνταγογράφηση της δραστικής ουσίας, οδήγησε στην πράξη οποιονδήποτε ασθενή
θέλει «κανονικό» φάρμακο να το πληρώνει ο ίδιος. Η πρόσφατη «μείωση» τιμών των
γενοσήμων σήμανε μια πλήρη αντιστροφή: παλιότερα τα ταμεία κάλυπταν το 80% της
τιμής, τώρα αν θέλει κανείς μη γενόσημο πληρώνει από την τσέπη του το ίδιο
ποσοστό. Τέλος, οι διακηρύξεις περί «κάθαρσης» από τα «τρωκτικά» γίνονται τη
στιγμή που το σύστημα παραδίδεται σε αυτά ακριβώς! Εντός του συστήματος, οι πιο
προστατευμένοι από τη λαίλαπα είναι κατεξοχήν οι παραοικονομούντες και
κομματικά διαπλεκόμενοι.
Στο θέμα των ημερών, με τα πολυιατρεία του ΕΟΠΥΥ που τάχα
θα «αναβαθμιστούν», όλοι καταλαβαίνουν πως πρόκειται να συρρικνωθούν δραστικά,
συμπαρασύροντας και τις όποιες υφιστάμενες νησίδες ποιότητας. Οι συνδικαλιστές
της ΝΔ πλειοδοτούσαν λαύροι σε αντικυβερνητισμό (ενίοτε κονταροχτυπούμενοι μεταξύ
τους), παρότι τους είδαμε πλάι στον κ. Σαμαρά το βράδυ των εκλογών στο Ζάππειο
– και θα τους ξαναδούμε οποτεδήποτε χρειαστεί. Την ίδια στιγμή, το «σύστημα»
συνδικαλιστών της Δεξιάς διακινεί μαζικά την κατεύθυνση της αποδοχής της
πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, με παράλληλη διατήρηση παράνομου πλέον
ιατρείου. Για άλλη μια φορά, «στην απέξω» θα μείνουν οι «χριστιανοί», οι
«κομμουνιστές», κάθε είδους «ιδεολόγοι», οι «ψυχαναγκαστικοί» και γενικά όσοι
δεν αντέχουν ηθικά να αναπαράγουν τη διάσταση ανάμεσα στην ονομαστική και την
πραγματική λειτουργία.
Μέσα σ' όλα αυτά, η στάση της Αριστεράς δεν βρίσκεται στο
απυρόβλητο. Έτσι, το Υπουργείο αξιοποιεί την εμφανή διχογνωμία των σωματείων
των γιατρών του ΕΟΠΥΥ και του ΕΣΥ για την πλήρη και αποκλειστική απασχόληση.
Και είναι πρόδηλη η αδυναμία μιας αντιπολιτευτικής στάσης που προβάλλει την
ανάγκη χρηματοοικονομικού ελέγχου των «μεγάλων», καλύπτοντας ανάλογες «τρύπες»
των «μικρών». Μια σύγχρονη ριζοσπαστική αριστερή πρόταση δεν μπορεί να
στηρίζεται στη νοσταλγία για την κατάσταση πραγμάτων του 2008 ούτε στη
διατήρηση της κατεστημένης λογικής. Ούτε στο αλήστου μνήμης χατζηγακικό
«όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά», όπου όποιος ζητάει θορυβωδώς θεωρείται εκ
προοιμίου ότι εξυπηρετεί τα λαϊκά συμφέροντα, ανεξαρτήτως αν είναι κλινικάρχης
ή μεροκαματιάρης, «φακελάκιας» ή από τα μόνιμα «κορόιδα» (χάρη στα οποία
βρίσκουν αρκετοί πολίτες την υγεία τους). Ακόμα, δεν μπορεί η αριστερή πολιτική
να νοείται ως άθροιση διαμαρτυρομένων: ο ΕΟΠΥΥ δείχνει ότι η απλή άθροιση
αιτημάτων διαμαρτυρίας δεν είναι δυνατή, καθώς ενίοτε είναι αντικρουόμενα. Ούτε
μπορεί να υπάρξει μια άλλη πορεία για τον λαό και τον τόπο στον χώρο της υγείας
χωρίς ολομέτωπη σύγκρουση με τα ομολογουμένως ισχυρά συμφέροντα του κλάδου αλλά
και με την αναπαραγωγή της λογικής τους σε μικροκλίμακα. Η συζήτηση για την
προγραμματική συγκρότηση μιας ριζοσπαστικής αριστερής πρότασης στην υγεία
πρέπει να γίνει όχι μόνο --όπως, συχνά πυκνά στην μεταπολιτευτική ιστορία-- με
γνώμονα τις διεκδικήσεις των κινημάτων των υγειονομικών αλλά την ιεράρχηση του
δικαιώματος του λαού για δημόσια δωρεάν
υγεία και κοινωνική προστασία.
Ο Γιώργος Νικολαΐδης είναι ψυχίατρος.
Για την αντιγραφή
(Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου)
Δημήτρης Τουμαράς